- σκουτάριος
- σκουτάριοςscutariusmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκουτάριος — ο, ΝΜΑ (στο Βυζ.) 1. στρατιώτης που έφερε σκουτάρι, ασπιδοφόρος 2. ασπιδοφόρος οπλίτης τής ιδιαίτερης σωματοφυλακής τού αυτοκράτορα 3. αξιωματούχος τής Αυλής που κρατούσε το σκουτάρι τού αυτοκράτορα 4. ο εργαζόμενος στα εργαστήρια κατασκευής… … Dictionary of Greek
σκουταρίους — σκουτάριος scutarius masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκουτέρης — (I) ο, ΝΜΑ ο σκουτάριος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού σκουτάριος*]. (II) ο, Ν αυτός που επιστατεί, που επιβλέπει τη στάνη, βοσκός, τσοπάνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλβ. skuter] … Dictionary of Greek
σκουτέριος — ο, ΝΜΑ ο σκουτάριος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αλλος τ. τού σκουτάριος*] … Dictionary of Greek
σκουταρίοις — σκουτάριον scutum neut dat pl σκουτάριος scutarius masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκουταρίου — σκουτάριον scutum neut gen sg σκουτάριος scutarius masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκουταρίων — σκουτάριον scutum neut gen pl σκουτάριος scutarius masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκουταρίῳ — σκουτάριον scutum neut dat sg σκουτάριος scutarius masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκουτάριον — scutum neut nom/voc/acc sg σκουτάριος scutarius masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)